καλόγερο

καλόγερο
valet

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • καλόγερος — καλόγερος, ο και καλόγερας, ο 1. μοναχός: Δεν έχουν πολλούς καλόγερους τα μοναστήρια σήμερα. 2. άγαμος, εργένης: Zει σαν καλόγερος. 3. φλεγμονώδες εξάνθημα: Έβγαλε έναν καλόγερο στο σβέρκο. 4. είδος κρεμάστρας: Αγόρασα έναν καλόγερο για τα ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλογερικός — και καλογηρικός ή, ό (Μ καλογερικός και καλογηρικός, ή, όν [καλόγερος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καλόγερο («καλογερική ζωή») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλογερική ή καλογηρική η ιδιότητα ή η ζωή τού καλόγερου νεοελλ. παροιμ. φρ. «βαριά η… …   Dictionary of Greek

  • λέρος — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… …   Dictionary of Greek

  • λερός — I Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 64 μ.) του Σαρωνικού κόλπου. Βρίσκεται στον κόλπο της Ελευσίνας, στη βορειοανατολική ακτή της Σαλαμίνας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαλαμίνας της νομαρχίας Πειραιώς. II Νησί (53 τ. χλμ., 8.207 κάτ.) του Αιγαίου… …   Dictionary of Greek

  • Αυξεντίου, Γρηγόριος — (1928 1957). Κύπριος πατριώτης, υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, από το χωριό Λύση της Αμμοχώστου. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές ήρθε στην Ελλάδα όπου υπηρέτησε στον ελληνικό στρατό (1948 52). Μετά το τέλος της θητείας του επέστρεψε στην Κύπρο, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος — (Ραμαβούνι Μεσσηνίας 1770 – Αθήνα 1843). Αγωνιστής του 1821. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκατέλειψε την Αλωνίσταινα, όπου έμενε τότε, προσχωρώντας στην ομοσπονδία που είχε ιδρύσει ο Ζαχαριάς. Οι πρώτες σημαντικές μάχες του με τους Τούρκους… …   Dictionary of Greek

  • Πήλιος, Γούσης — Σουλιώτης οπλαρχηγός. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των Γούσηδων. Συνεργάστηκε με τον Αλή πασά για την υποταγή του Σουλίου. Η προδοτική του δράση μνημονεύεται στο ποίημα του Αρ. ΒαλαωρίτηΟ καλόγερος, στο οποίο ο προδότης προσπαθεί να πείσει… …   Dictionary of Greek

  • Σκουζές — Επώνυμο παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, η οποία αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα των αρχών του Που αι. Σπουδαιότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Νικόλαος (1640 1710). Έδρασε στους μεταξύ Τούρκων και Βενετών αγώνες, μαζί με τον Άργυρο Βεναλδή.… …   Dictionary of Greek

  • Ωριάς, κάστρο της― — Με το όνομα αυτό αναφέρονται πολλά μεσαιωνικά ή μεταγενέστερα φρούρια (κάστρα), σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Τα σημαντικότερα βρίσκονται στην Κυνουρία, στη Μάνη, στην Αρκαδία, στην Κεφαλονιά, στους αρχαίους Πρόνους, στα Tέμπη της Θεσσαλίας, στα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”